νεραϊδάρης

νεραϊδάρης
ο
(λαογρ.) άτομο που έχει τη δύναμη να θεραπεύει τα νοσήματα τα οποία οφείλονται στην επίδραση νεράιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + κατάλ. -άρης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”